- ἠλευθερωμένοι
- ἐλευθερόωset freeperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίλεος — ὁ, Α ο πίλος, το κάλυμμα τής κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… … Dictionary of Greek